πρίσω

πρίσω
πρί̱σω , πρίω
aor subj act 1st sg
πρί̱σω , πρίω
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
πρίζω
saw
aor subj act 1st sg
πρίζω
saw
fut ind act 1st sg
πρίζω
saw
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρίω — Α 1. κόβω με πριόνι, πριονίζω («κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν», Θουκ.) 2. δαγκώνω («ὀδόντι πρῑε τὸ στόμα», Σοφ.) 3. κόβω συλλαβές 4. παθ. πρίομαι α) κόβω σε κομμάτια β) (ιδίως στη χειρουργική) τρυπώ με πριονοειδές τρυπάνι γ)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”